κουμόλιο

κουμόλιο
το
χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που παρασκευάζεται με αποκαρβοξυλίωση πάνω από άσβεστο τού κουμινικού οξέος, ενώ μπορεί να προκύψει και ως παραπροϊόν τής κατεργασίας τής λιθανθρακόπισσας ή τού αργού πετρελαίου, αλλ. κουμένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cumene (< cum- < cumin) + κατάλ. -ene].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψευδοκουμόλιο — το, Ν χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, ισομερής προς το κουμόλιο και το μεσιτυλένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. pseudocumene < pseudo (< ψευδ[ο] *) + cumene (πρβλ. κουμόλιο] …   Dictionary of Greek

  • ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …   Dictionary of Greek

  • προπυλοβενζόλιο — το, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, παράγωγο τού προπανίου, ισομερές προς το κουμόλιο και το μεσιτυλένιο, γνωστή και ως φαινυλοπροπάνιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”